- ἀρνοῦμαι
- ἀρνέομαιdenypres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρνούμαι — αρνούμαι, αρνήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. αρνιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρνούμαι — και αρνιέμαι και αρνιούμαι ήθηκα ή ίστηκα 1. δεν παραδέχομαι την ύπαρξη ή την αλήθεια κάποιου, αποκρούω, απορρίπτω: Αρνιέται την ύπαρξη μεταθανάτιας προσωπικής ζωής. 2. απαρνιέμαι, εγκαταλείπω: Αρνήθηκε τους γονιούς του και τον τόπο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρνούμαι — και νιέμαι (AM ἀρνοῡμαι, έομαι) 1. δεν παραδέχομαι κάτι σαν αληθινό 2. δεν αποδέχομαι κάτι που μου προσφέρεται 3. (αμτβ.) δεν συγκατατίθεμαι, δεν συμφωνώ 4. διακόπτω σχέσεις, αποκηρύσσω 5. αποκρούω, απορρίπτω 6. περιφρονώ, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… … Dictionary of Greek
απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι … Dictionary of Greek
εξόμνυμι — ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) [όμνυμι] 1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο 2. αρνούμαι κάτι με όρκο 3. απαρνούμαι, αποκηρύττω αρχ. 1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία 2. απορρίπτω με περιφρόνηση … Dictionary of Greek
παραπολέγω — Α αρνούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπολέγω «απαγορεύω αρνούμαι»] … Dictionary of Greek
προαπόφημι — Α αρνούμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπόφημι «διακηρύσσω, αρνούμαι»] … Dictionary of Greek
προσαπόφημι — Μ αρνούμαι κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπόφημι «αρνούμαι»] … Dictionary of Greek
συνανανεύω — ΜΑ αρνούμαι κι εγώ όπως και κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνανεύω «νεύω αρνητικά, αρνούμαι»] … Dictionary of Greek